- νεκρώνω
- (ΑΜ νεκρῶ, -όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός]1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ)2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», ΚΔ)νεοελλ.1. κάνω κάτι αδρανές, επιφέρω φθορά, καταστρέφω, κάνω κάτι να χάσει τη ζωτικότητά του2. (αμτβ.) περιέρχομαι σε αδράνεια, σε απραξία, χάνω τη ζωτικότητά μου («αυτή την εποχή νέκρωσαν οι δουλειές»)3. (για γιατρό) προκαλώ τοπική αναισθησία4. χάνω το χρώμα μου από έκπληξη ή φόβο, ωχριάζω, κερώνω, χλομιάζω («μόλις τού είπα τα νέα, νέκρωσε»)νεοελλ.-μσν.1. μέσ. νεκρώνομαι, νεκροῡμαι, -όομαια) πεθαίνωβ) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (νε)νεκρωμένος, -η, -οννεκρός, αναίσθητος, άψυχοςμσν.1. πεθαίνω, ξεψυχώ2. καταστρέφω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εξουθενωμένος, συντετριμμένος4. φρ. «νεκρώνει ἡ ψυχή μου» — παραλύωαρχ.(μεσοπαθ.) αχρηστεύομαι («τὰ δόγματα... δύναται νεκρωθῆναι», Μάρκ. Αυρ.).
Dictionary of Greek. 2013.